Προμετωπίδα, φ. 1α, κώδ. 33 (Ομιλίες Γρηγορίου Ναζιανζηνού), 941.
Η εικονιζόμενη προμετωπίδα, η πρώτη στο βιβλίο και η μόνη που δεν πλαισιώνει στίχους, κοσμείται με πλέγμα από κόμβους που καταλήγει στην κορυφή σε αγγείο, με φυτά και αντωπούς πετεινούς, και στη βάση σε δύο πελαργούς. Αυτό το πλεκτό σχέδιο και ο συνδυασμός του με πτηνά ανακαλεί ψηφιδωτά δάπεδα σε ναούς της Ιταλίας.Η παραδοσιακή παράσταση της Γέννησης περικλείει χαριτωμένες σκηνές, όπως τα δύο αρνιά που ξεδιψάζουν στο ρυάκι, στοιχείο γνωστό από την παράσταση της Γέννησης στα ψηφιδωτά του Δαφνιού. Εντυπωσιακή είναι η δραματική στάση του νεαρού βοσκού, ενώ ιδιαίτερη δογματική σημασία έχουν τα σταυρωμένα χέρια του Ιησού στη φάτνη. Η κλίμακα του σχεδίου στις δύο σκηνές είναι άνιση. Η Γέννηση, στο επάνω μέρος, με τα πολλά εικονογραφικά στοιχεία φαίνεται να βαραίνει το μοναχικό ευαγγελιστή, κάτω. Οι μορφές είναι κομψές και έχουν ζωντάνια, χαρακτηριστικά που απουσιάζουν από τον 11ο αιώνα. Τα χρώματα είναι διάφανα και ο γενικός χαρακτήρας της σύνθεσης διακοσμητικός. Η στάση και το πρόσωπο του ευαγγελιστή δείχνουν ένταση, που την επαναλαμβάνει ο ρυθμός των επίτιτλων και της αρχιτεκτονικής. Το πλούσιο επίτιτλο με την ποικιλία στο σχέδιο και την αριστουργηματική εκτέλεση δηλώνει το σημαντικό ρόλο του κοσμήματος στη ζωγραφική των χειρογράφων τον 12ο αιώνα.
Ο Μέγας Βασίλειος λειτουργών και επάνω η Παναγία δεομένη, Λειτουργικό ειλητάριο αρ. 707, πρώιμος 13ος αιώνας.
Ένα από τα σημαντικότερα βυζαντινά λειτουργικά ειλητάρια που έχουν διασωθεί. Περιέχει τις μυστικές προσευχές που απαγγέλλει ο ιερέας στη Λειτουργία. Εκτός από την εικονιζόμενη μικρογραφία, το ειλητάριο διακοσμείται με πολλά ιστορημένα πρωτογράμματα που σημειώνουν την αρχή κάθε προσευχής. Η μικρογραφία στην αρχή του ειληταρίου παριστάνει τον άγιο Βασίλειο στο ιερό μιας εκκλησίας να λειτουργεί πίσω από την αγία τράπεζα μαζί με δύο διακόνους. Κάτω από τον κεντρικό τρούλο του ναού παριστάνεται η Παναγία δεομένη. Το οικοδόμημα, αν και υποδηλώνει εκκλησία, είναι ένα παιχνίδι φαντασίας, με δυνατά αντιθετικά χρώματα και καθαρά διακοσμητικό χαρακτήρα. Συνδέεται με το Λειτουργικό Ειλητάριο των Αθηνών 2759 του 12ου αιώνα, τις Ομιλίες του Ιακώβου του Κοκκινοβάφου και τον κώδικα του Σινά 339 και είναι προϊόν του ίδιου κωνσταντινουπολίτικου εργαστηρίου. Παράλληλα όμως το φανταστικό αυτό αρχιτεκτόνημα έχει και μια ανατολίτικη πνοή. Οι επίπεδες αρχιτεκτονικές επιφάνειες, ο τρόπος δομής τους και η χρωματική τους σύνθεση θυμίζουν ισλαμικά χειρόγραφα. Το τετράγωνο διακοσμητικό «χαλί» κάτω από το οικοδόμημα επαναλαμβάνει έναν τύπο σχεδίου του 12ου αιώνα. Το πρωτόγραμμα Ο, που σημειώνει την αρχή της προσευχής της Πρόθεσης, περιέχει στηθαίο τον Χριστό Εμμανουήλ.
Ο ευαγγελιστής Ιωάννης και ο Πρόχορος, φ. 238β, κώδ. 81 (Τετραευάγγελο), 1334-1335.
Η εικονογραφία είναι καθιερωμένη. Ο γηραιός ευαγγελιστής ακούει τη φωνή του Κυρίου, που δηλώνει το χέρι του Θεού, και ταυτόχρονα υπαγορεύει το κείμενό του στο μαθητή του Πρόχορο. Η σπηλιά πίσω από τον Πρόχορο δεν αναφέρεται στη ζωή του Ιωάννη, που την έγραψε ο Συμεών ο Μεταφραστής τον 10ο αιώνα, αλλά σε μια άλλη παλαιά παράδοση, σύμφωνα με την οποία ο Ιωάννης έγραψε την Αποκάλυψη σε μια σπηλιά στην Πάτμο. Η στάση είναι κάπως αλύγιστη, τα ιμάτια φαρδιά και τα χρώματα, ιδιαίτερα το γκριζοπράσινο, έχουν αποδοθεί σύμφωνα με την καλαισθησία της εποχής.Επίτιτλο του Ευαγγελίου του Ματθαίου, φ. 17α, κώδ. 81 (Τετραευάγγελο), 1334-1335.
Το επίτιτλο του Ευαγγελίου του Ματθαίου, όπως και τα άλλα του κώδικα αυτού, ανήκει στην κατηγορία των αριστουργημάτων της βυζαντινής διακοσμητικής του 14ου αιώνα. Ο τίτλος, οι λειτουργικές ενδείξεις, το κείμενο της σελίδας είναι γραμμένα με χρυσή γραφή. Ελισσόμενοι φυλλοφόροι κλάδοι με ανθοπέταλα, σε βασιλικό μπλε (royal bleu), βαθύ κόκκινο και γκριζοπράσινο, χρώματα τα οποία χρησιμοποιούνται και στους ευαγγελιστές, δημιουργούν ένα περίτεχνο επίτιτλο. Αν και φανερώνει, όπως και τα πορτραίτα των ευαγγελιστών, την επιθυμία του παραγγελιοδότη (ασφαλώς κάποιου υψηλόβαθμου κληρικού, ο οποίος προόριζε από την αρχή το ευαγγέλιο για λειτουργική χρήση) να αναπλάσει την πολυτέλεια των χειρογράφων του 10ου αιώνα, το αποτέλεσμα δεν δικαιώνει την πρόθεση. Ο ρυθμός των κλάδων είναι υποταγμένος σε σύστημα και σχήματα γεωμετρικά που δείχνουν ισλαμικές επιδράσεις, φανερές και στο πρωτόγραμμα Β, οι οποίες δίνουν έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα στο κόσμημα.